- κεκοσμημένως
- κεκοσμημένως, Adv., ([etym.] κοσμέω)A modestly, Ael.NA2.11, Philostr. VA7.42, Jul.Mis.344d.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό). 2014.
κεκοσμημένως — (Α) επίρρ. κόσμια, με τάξη. [ΕΤΥΜΟΛ. < κεκοσμημένος, μτχ. παθ. παρακμ. τού κοσμῶ «τακτοποιώ, κανονίζω»] … Dictionary of Greek
κεκοσμημένως — modestly indeclform (adverb) κοσμέω order perf part mp masc acc pl (doric) … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)